πλέγμ'

πλέγμ'
πλέγμα , πλέγμα
anything twined
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνυφή — και αττ. τ. ξυνυφή, ἡ, Α 1. πλοκή («καθάπερ οὖν δή τινα ξυνυφὴν ἢ καὶ πλέγμ ἄλλο», Πλάτ.) 2. πρόσθετο ύφασμα που προκύπτει από τη διάνοιξη τού κυρίως υφάσματος 3. μτφ. α) σύνθεση, κατασκευή β) ερωτική περίπτυξη («ἐρωτικὴν... ξυνυφήν», Μάξ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”